Βέβαια, η εικόνα αυτή ίσως παρουσιάζεται και
σε άλλα αναπτυσσόμενα κράτη, καθώς η ανάπτυξη της οικονομίας αυξάνει τη ζήτηση για εισαγόμενα
αγαθά και υπηρεσίες, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την παραγωγική ικανότητα για
εξαγωγές, ενώ οι διμερείς και πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες ενθαρρύνουν το
εμπόριο μεταξύ των χωρών, αυξάνοντας τόσο τις εξαγωγές όσο και τις εισαγωγές.
Όμως,
όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, το 2022 που είναι ενδεικτικό, διότι παρόλο
που οι εξαγωγές ‘εκτοξεύθηκαν’
το ίδιο συνέβη και στο έλλειμμα, η συμβολή των εισαγόμενων καταναλωτικών αγαθών
στο έλλειμμα ήταν πολύ μικρότερη από τις λοιπές αναγραφόμενες κατηγορίες, που άπτονται
κυρίως της παραγωγής (στοιχεία World Bank).
Αν λοιπόν οι εξαγωγές πράγματι αυξάνουν τις εισαγωγές – πχ. λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών, πρώτων υλών/ενδιάμεσων αγαθών και υπηρεσιών -, η θεραπεία είναι η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, με στόχο την κατά το δυνατόν απεξάρτηση από τις εισαγωγές. Αυτό φυσικά, προϋποθέτει επενδύσεις, ως προς τις οποίες βρισκόμαστε τελευταίοι στην ΕΕ. Όπως άλλωστε αναφέρει η έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ (βλ. παρακάτω εικόνα) για το 2023:
"Το 2023 η Ελλάδα είχε μακράν τις χαμηλότερες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), παρά την υψηλή κερδοφορία και την αύξηση των επενδυτικών χορηγήσεων, εν μέρει λόγω της ρευστότητας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Ένα μεγάλο μέρος της επενδυτικής δραστηριότητας κατευθύνθηκε προς τις κατασκευές. Παράλληλα, παραπάνω από τις μισές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) κατευθύνθηκαν προς την αγορά κατοικίας και τον κλάδο της εστίασης και της παροχής καταλυμάτων. Το έλλειμμα επενδύσεων σε κλάδους που προσφέρουν υψηλή προστιθέμενη αξία στο σύνολο της οικονομίας, όπως, για παράδειγμα, οι επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), εγκλωβίζει την οικονομία σε ένα πλαίσιο χαμηλής παραγωγικότητας, αδύναμης παραγωγικής διάρθρωσης και υψηλής εισαγωγικής εξάρτησης. Ενδεικτικό είναι ότι το 2023 το απόθεμα κεφαλαίου προϊόντων διανοητικής ιδιοκτησίας των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν το χαμηλότερο σε όλη την ΕΕ. Η παραγωγική καινοτομία στην Ελλάδα υστερεί σημαντικά." (Βλ. σχετικά: Ελληνικές επιχειρήσεις: Κέρδος, Μισθοί, Παραγωγικότητα)
Όπως μάλιστα φαίνεται στο δεύτερο διάγραμμα της αρχής, είμαστε ‘παραδοσιακοί’ δανειολήπτες. Συνεπώς, αν η χρηματοδότηση της παραγωγής γίνει ως συνήθως με δανεικά, τροφοδοτείται πάλι το έλλειμμα από διαφορετική οδό. Κι έτσι, βρισκόμαστε μπροστά στο σημερινό φαύλο κύκλο της Ελληνικής οικονομίας και τα 40 δις που σημείωσε ο κ. Στουρνάρας ως επενδυτικό κενό, χωρίς να συνυπολογίσουμε τις νέες σύγχρονες απαιτήσεις, όπως η Πράσινη Ανάπτυξη, η Κλιματική Αλλαγή και τα σχεδιαζόμενα έργα, που στηρίζονται σε εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες.
![]() |
| Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, οι εισαγωγές κατά πρώτο λόγο και το κέρδος των επιχειρήσεων διαμορφώνουν το κόστος, με το δεύτερο να υπογραμμίζει την ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς, ενώ το κόστος εργασίας παραμένει ο πλέον ασθενής παράγοντας. |
Ένα ακόμα κομμάτι του παζλ, αποτελεί η έλλειψη τόσο ανειδίκευτων, όσο και εξειδικευμένων εργαζόμενων, σημάδι αμφότερων των χαμηλών αμοιβών και των περιορισμένων προσδοκιών που ‘προσέφερε’ η μνημονιακή οικονομική πολιτική, διώχνοντας τους εργαζόμενους από την Ελλάδα. Προς αυτή την κατεύθυνση, συνέβαλλαν η απουσία επενδύσεων σε κατάρτιση και εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού και η προσήλωση στην παραγωγή προϊόντων χαμηλής προστιθέμενης αξίας, βασισμένης στο φτηνό εργατικό κόστος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ‘αποτελεσματικότερη’ λύση, ανεξάρτητα από τις μακροχρόνιες συνέπειες, θα ήταν η εξαγορά των Ελληνικών (κερδοφόρων) εταιρειών από ξένες, που πιθανά θα διέθεταν ίδια κεφάλαια και χρηματοδότηση από ξένες τράπεζες, πρώτες ύλες, τεχνογνωσία και εξειδικευμένους εργαζόμενους, για να εμπλουτίσουν και να επανδρώσουν τις ντόπιες θυγατρικές τους. Αντίθετα, η εσωτερική ανάπτυξη της παραγωγής, εκτός από τα προαναφερόμενα κεφάλαια που επιπρόσθετα αντιμετωπίζουν τα εγχώρια επιτοκιακά περιθώρια, προϋποθέτει χρόνο, που δυστυχώς πλέον δεν υπάρχει. Βέβαια, και η λύση των εξαγορών απαιτεί μείωση της γραφειοκρατίας, επιτάχυνση των διαδικασιών και έναν βαθμό διαφάνειας (πχ. στους Δημόσιους διαγωνισμούς), καθώς και μεγάλη επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, παράγοντες, των οποίων η βελτιστοποίηση είναι επίσης χρονοβόρα[1].
Πέραν αυτού, η εξαγορές ως λύση δεν είναι
‘τζάμπα γεύμα’. Ενώ βραχυπρόθεσμα μπορεί να έχουν θετικό αντίκτυπο, όπως μεταφορά
τεχνογνωσίας, αύξηση των θέσεων εργασίας, βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου
κλπ., από την άλλη ενέχουν κινδύνους, ειδικά σε μια δημογραφικά ταχέως συρρικνούμενη
κοινωνία, όπου οι ηλικιωμένοι πολίτες ρευστοποιούν τα περιουσιακά τους στοιχεία
(ακίνητα) και οι νεότεροι μένουν χωρίς οικονομικό ‘μαξιλάρι’. Αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν
είναι ο αφελληνισμός, η απώλεια του ελέγχου της οικονομίας και η εξάρτηση, η
κυριαρχία στην αγορά, η μεταφορά κερδών στο εξωτερικό, ο άνισος ανταγωνισμός με
τις εγχώριες εταιρείες, η πιθανή ξαφνική αποχώρηση λόγω διεθνών συγκυριών κλπ.
Τέλος, αν οι απαιτούμενες αλλαγές δεν
προέλθουν έγκαιρα από ώριμες πολιτικές αποφάσεις και μελετημένα σχέδια δράσης
που θα διατηρούν τις λεπτές ισορροπίες, η επιδεινούμενη κατάσταση θα δώσει τελικά
το σκήπτρο της λύσης στα χέρια εκείνης, προς την οποία ‘και οι θεοί πείθονται’:
την Ανάγκη.
(Σημ. Δες και τη μεταγενέστερη έκθεση της Eurobank)
----
Μια μεγάλη, κερδοφόρα εξαγωγική επιχείρηση μπορεί, σε ακαθάριστους όρους, να συμβάλλει σημαντικά στις εξαγωγές μιας χώρας, ενώ ταυτόχρονα εισάγει σημαντική ποσότητα πρώτων υλών, ενδιάμεσων αγαθών, τεχνολογίας ή μηχανημάτων. Εάν η αξία αυτών των εισαγόμενων εισροών είναι υψηλή σε σχέση με την εγχώρια προστιθέμενη αξία του τελικού προϊόντος, τότε -όταν εξετάζετε τα συνολικά στοιχεία του εθνικού εμπορίου- το όφελος από την εξαγωγή μπορεί να αντισταθμίζεται εν μέρει ή ακόμη και πλήρως από το κόστος αυτών των εισαγωγών. Αυτό αναφέρεται μερικές φορές ως η διαφορά μεταξύ των ακαθάριστων εξαγωγών και των εξαγωγών προστιθέμενης αξίας.
Πώς λειτουργεί
Ακαθάριστες εξαγωγές έναντι προστιθέμενης αξίας:
Ακαθάριστες εξαγωγές: Πρόκειται για τη συνολική αξία του τελικού προϊόντος που εγκαταλείπει τη χώρα.
Προστιθέμενη αξία: Αυτή αντιπροσωπεύει την πραγματική συμβολή της εγχώριας οικονομίας στο τελικό προϊόν μετά την αφαίρεση του κόστους των εισαγόμενων εισροών.
Μια εταιρεία μπορεί να εξάγει ένα τελικό προϊόν αξίας 100 ευρώ, αλλά αν τα 70 ευρώ από αυτά προέρχονται από εισαγόμενα εξαρτήματα, τότε μόνο τα 30 ευρώ αντικατοπτρίζουν την πραγματική συμβολή της εγχώριας οικονομίας. Όταν τα εμπορικά ισοζύγια μετρώνται με βάση τις ακαθάριστες εξαγωγές και τις ακαθάριστες εισαγωγές, αυτό μπορεί να στρεβλώσει την εικόνα της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας.
Συνοψίζοντας, ενώ μια επιχείρηση μπορεί να είναι πολύ κερδοφόρα και να καταγράφει υψηλά ποσοστά εξαγωγών, η μεγάλη εξάρτησή της από εισαγόμενες εισροές μπορεί να σημαίνει ότι η καθαρή συμβολή της στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας είναι λιγότερο θετική από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί βασικό στοιχείο στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία και υπογραμμίζει τη σημασία της εξέτασης των μεγεθών της προστιθέμενης αξίας και όχι μόνο των ακαθάριστων εμπορικών ροών.





Comments
Post a Comment